20.9 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Γιώργος Περού: «Με απελευθερώνει το ότι παραμένω πιστός στη σχέση μου με τη μουσική»

Ο μουσικός από την Τήνο θα ακούει για μια ακόμα χρονιά τη μουσική που έγραψε για την παράσταση «12 Ένορκοι» να μαγεύει το κοινό, θα εμφανίζεται σε στέκια φανερά και κρυμμένα να μας ταξιδεύει σε φωτεινά και σκοτεινά μέρη με τις μουσικές του, θα επιχειρεί συνεργασίες, θα επιθυμεί καλλιτεχνικές νίκες και οάσεις δημιουργικότητας, κυρίως, όμως, θα παραμένει ακροατής και «μαθητής».
 
– Αν ο έρωτας ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν;
 
Μου ζητάς να υποθέσω κάτι που δεν το πιστεύω και δεν το αντιλαμβάνομαι έτσι. Ο έρωτας δεν μπορεί να γίνει τραγούδι, όσο και να τον τραγουδάμε είτε καλώντας τον να έρθει, είτε θρηνώντας την προσωρινή ή την οριστική απώλεια του. Τα ερωτικά τραγούδια είναι “καταδικασμένα” να μην βρίσκονται εκεί την στιγμή που ο έρωτας συμβαίνει αλλά πάντοτε να λειτουργούν στο πριν ή στο μετά. Ίσως γιατί εκείνη τη ίδια την στιγμή τραγουδά η ίδια η Γη, το ίδιο το σώμα, οι ίδιες οι αισθήσεις όποτε όλες οι άλλες φωνές μας σωπαίνουν ν’ ακούσουν ή δεν υπάρχει πια η ανάγκη ν’ ακουστούν. Αντί για τον όρο “ερωτικό τραγούδι”, θα μπορούσε κανείς να πει “τραγούδια για τον έρωτα”, “τραγούδια από τον έρωτα”, “τραγούδια με ερωτισμό”, “τραγούδια για τους ερωτευμένους”. Τραγούδι ερωτικό ,όμως, ή τραγούδι – έρωτας πιστεύω πως δεν υπάρχει. 

Το τραγούδι εκείνο που αφορά τους ερωτευμένους είτε έρχεται και τους βρίσκει πριν ακόμα ερωτευτούν, λειτουργώντας ως προπομπός του έρωτα που θα ζήσουν και τους προετοιμάζει υποσυνείδητα γι’ αυτό που θα βιώσουν, είτε έρχεται αμέσως μετά να συνοδέψει την απογοήτευση, την επιστροφή στην σκληρή πραγματικότητα του εαυτού μας και να συμβάλλει πάλι υποσυνείδητα στην διατήρηση της αγνότητας των συναισθημάτων μας απαλύνοντας τις αιχμηρές τους πτυχές. Το τραγούδι  προετοιμάζει, παρηγορεί, μας εξηγεί την ουσία πολλές φορές αυτού που ζήσαμε ή θα ζήσουμε χωρίς να αποστασιοποιείται από το βίωμα, αλλά όντας βουτηγμένο μέσα στο ίδιο το βίωμα, ή μάλλον την ουσία ενός κοινού βιώματος που τελικά μοιραζόμαστε ως άνθρωποι. Και ακριβώς γι’ αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε λιγότερο μόνοι μέσα σε αυτό που ζούμε. Την ώρα που ο έρωτας συντελείται και οι άνθρωποι τον ζουν ,πιστέψτε με, δεν τους αφορά κανένα τραγούδι που μιλά για τον έρωτα. Μοιάζουν όλα ανιαρά και αστεία μπροστά στο πρωτόγνωρο μέγεθος που βιώνουν. Τόσο πρωτόγνωρο και ισχυρό που δεν είναι δυνατό ένα τραγούδι να το εκφράσει. Και αν κάποιοι προσπαθήσουν να το αποτυπώσουν σε τραγούδι τους ξεγλιστρά μέσα απ’ τα χέρια και καταλήγουν σε ανούσιες περιγραφές που πολλές φορές καταλήγουν να γίνονται και χυδαίες. Κι αν κάποιοι ισχυρίζονται πως “το ‘χουν δει το έργο” και δεν το βιώνουν ως πρωτόγνωρο πια γιατί ξέρουν τον έρωτα και ποντάρουν στην εμπειρία, η ζωή η ίδια τους τιμωρεί ανατρέποντας αυτό που εσφαλμένα πιστεύουν. Κανένας έρωτας δεν επαναλαμβάνεται ποτέ και τίποτα δεν μπορεί να είναι ίδιο. Ο αληθινός έρωτας είναι διαρκώς πρωτοφανέρωτος-αν δεν είναι, δεν είναι έρωτας. Κατ’ επέκταση, το τραγούδι που τον αφορά είναι καινούργιο σα να γράφτηκε εκείνη τη στιγμή – αν δεν είναι, δεν είναι ερωτικό.

 
 
– Τι μπορεί να κάνεις μια μέρα, αν δεν παίξεις ή δεν ακούσεις μουσική;
 
Υπάρχουν πολλές τέτοιες μέρες που απλά κάνω βόλτες με τον Ορφέα (τον σκύλο μου) στη θάλασσα, τα γύρω βουνά, στη γειτονιά, απολαμβάνω τον καφέ μου στο μπαλκόνι, συναντώ φίλους και αγαπημένα πρόσωπα, διαβάζω ειδήσεις, βιβλία, ποιήματα, άρθρα, βλέπω παλιές ταινίες, συνεντεύξεις ανθρώπων που εκτιμώ, τεμπελιάζω γενικώς και με χάρη – ένα είδος δημιουργικής τεμπελιάς που μου επιτρέπει να επεξεργάζομαι με το νου τις ιδέες που μου καρφώνονται κατά καιρούς και δεν είναι απαραίτητα μουσικές. Ποτέ όμως δε μπόρεσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου τα τραγούδια – ούτε καν το προσπάθησα – γιατί δεν πιστεύω πως είναι εφικτό έτσι κι αλλιώς. Ούτε μπορώ να σταματήσω την έμφυτη επιθυμία μου να ασχοληθώ με αυτά, γιατί είναι τελικά πολύ ισχυρότερη των υπόλοιπων αναγκών και επιθυμιών και έρχεται τόσο αναπάντεχα κάθε φορά που σχεδόν με κάνει να τις ξεχνάω. Είναι σαν μια ερωτική σχέση που εκφράζεται ελεύθερα χωρίς δεσμεύσεις συμβατικές και η απουσία της επιθυμίας βαραίνει όσο και η παρουσία και είναι και στις δυο περιπτώσεις το ίδιο έντονο. Η απόφαση μου να είμαι πιστός και συνεπής στην σχέση μου με τη μουσική μου παρέχει και όλη αυτή την ελευθερία νομίζω. Και έχω εμπιστοσύνη στα τραγούδια γιατί πάντοτε με οδήγησαν εκεί που ήθελα να πάω και ήταν εκεί για μένα αληθινά κι εγώ αληθινός μέσα σ’ αυτά. Και φυσικά δεν εννοώ τα δικά μου τραγούδια μόνο. Κυρίως τραγούδια που αγαπώ και που με ενεργοποιούν, ώστε να θέλω να γράψω και δικά μου.
 
– Ποια ήταν, πιστεύεις, η πιο αποτυχημένη σου μουσική παράσταση;
 
Μέχρι στιγμής, έχω μόνο κάποιες πετυχημένες στιγμές παραστάσεων στο ενεργητικό μου. Δεν ξέρω καν αν έχω κάνει προσωπική μου ολοκληρωμένη παράσταση. Νομίζω πως όχι – ίσως το απέφυγα, ίσως γιατί το φοβήθηκα, αλλά μάλλον όχι αρκετά, ώστε τελικά να το επιδιώξω. Δεν θεωρώ όμως τις υπόλοιπες στιγμές αποτυχημένες. Μοιάζουν αστείες η έννοια επιτυχία και αποτυχία ή τουλάχιστον εμένα μου φαίνονται έτσι. Είναι τόσο αόρατα και βραδείας καύσεως τα βέλη που ρίχνουμε κι είναι τόσο αδήλωτοι οι στόχοι και τόσο θολό το ενδιάμεσο που είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να καταλάβει κάποιος εάν και πότε το βέλος άγγιξε τον στόχο. Μια επιτυχημένη συνολικά παράσταση θεωρείται για μένα εκείνη που σταμάτησε την στιγμή που έπρεπε να σταματήσει. Κι αναρωτιέμαι αν κάποιος την συνεχίσει έτσι άστοχα είναι η παράσταση τελικά που είναι αποτυχημένη ή εκείνος απλά ανεπαρκής;
 
Ποιας χώρας μουσική σκηνή-στερέωμα “ζηλεύεις” και ποιου καλλιτέχνη την πορεία;
 
Μ’ αρέσουν οι συνεπείς καλλιτέχνες που στο πέρασμα τους αφήνουν ολοκληρωμένα έργα και μιλούν με τη δουλειά τους μόνο αν έχουν κάτι να πουν. Μ’ αρέσουν αυτοί που υπηρετούν το έργο τους και το αφήνουν να αναπνεύσει και να φτάσει στον κόσμο απλώς υποστηρίζοντας το και όχι καπελώνοντας το με το στυλ και την δήθεν προσωπικότητα. Βαριέμαι τους “εκκεντρικούς” καλλιτέχνες. Νομίζω οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν συγκαλυμμένες αρρωστημένες καταστάσεις και γρίφους για ψυχολόγους και ψυχαναλυτές. Δεν σηκώνει εγωπάθειες η τέχνη, ούτε υπερφίαλες προσωπικότητες και ανθρώπους με ροπή προς την αυτοκαταστροφή και την αποδόμηση. Σίγουρα καθένας άνθρωπος – όχι απαραίτητα με την ιδιότητα του καλλιτέχνη- κουβαλά και βιώνει την προσωπική του τραγωδία που βρίσκεται πιθανότατα ενσωματωμένη στον χαρακτήρα του. Και συχνά, αυτές οι προσωπικές αντιθέσεις είναι η υπαρξιακή αιτία και μήτρα καταστροφής όσο και δημιουργίας. Το άρρωστο, για μένα, είναι να προβάλλει κάποιος περισσότερο τα στοιχεία της προσωπικότητάς του, ξεχωρίζοντας τον εαυτό του από τους υπόλοιπους ανθρώπους αντί να αφήσει το έργο και τις πράξεις του να τον ενώσει με τους άλλους. Πάντοτε, έχω στο νου μου τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου από το Καπνισμένο Τσουκάλι που λέει πως “εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε απ’ τον κόσμο – εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο”. Ομολογώ πως αντιπαθώ αρκετά το κοινό που αποθεώνει τέτοια φαινόμενα και ασχολείται μονάχα με τα πρόσωπα χτίζοντας “μύθους” και κάνει επικίνδυνες ταυτίσεις αντί να ρουφά τα έργα τους.
 
Νομίζω πως κάθε σκηνή, κάθε χώρας σε κάθε χρονική περίοδο περιλαμβάνει περιπτώσεις που σέβονται τον εαυτό τους και εκδίδουν χωρίς να εκδίδονται. Ο Leonard Cohen υπήρξε μια τέτοια περίπτωση συνεπέστατη θα έλεγα. Και ο Neil Young αποτελεί σίγουρα άλλη μία τέτοια. Ο Νίκος Παπάζογλου μία τρίτη, αν μιλήσουμε για Έλληνες ειδικά. Ο Μάνος Χατζιδάκις μία ακόμη πιο χαρακτηριστική. Και πολλοί άλλοι, αρκετοί ευτυχώς ώστε να ισορροπούν στη ζυγαριά με την άλλη μεριά και το σκουπιδομάνι. Δεν ζηλεύω τους ίδιους ή την όποια επιτυχία της πορείας τους – απλά δε μου επιτρέπει η συνείδησή μου σε καμία περίπτωση να αγνοήσω το πόσο ψηλά έχουν τοποθετήσει τον πήχη όλοι αυτοί. Εντάξει, ζηλεύω κυριολεκτικά κάποιους στίχους και κάποιες μελωδίες που θα ήθελα να τις έχω γράψει ή να νιώσω όπως ένιωσαν και να κατακλυστώ από αυτό που κατακλύστηκαν εκείνοι όταν τις έγραφαν. Χρωστάμε πολλά στους ανθρώπους που προσέφεραν ήθος στον πολιτισμό όπως χρωστάμε στους δασκάλους  που με υπομονή μας παρείχαν τα εφόδια που έχουμε σήμερα. Και μιλώ για χρέος και για ευθύνη απέναντι στη φύση, στη γλώσσα, στον άνθρωπο, την ομορφιά. Στο πρωταρχικό αυτό υλικό που γεννά τα εκφραστικά μας μέσα και
όχι απέναντι σε εθνικές περαδόσεις, ρεύματα και κινήματα.
 
– Τι θα δούμε και τι θα ακούσουμε από εσένα φέτος;
 
Θα δείτε ένα μουσικό βίντεο που πολύ πρόσφατα ετοιμάσαμε για ένα τραγούδι  ιδιαίτερο που συμπεριλαμβάνεται στο album με τη μουσική των 12 Ενόρκων. Είναι ένα τραγούδι “ψυχολογικών διαστάσεων” που καταγράφει τη σχέση πατέρα – γιου και το εμπνεύστηκα από το θέμα της παράστασης και ειδικότερα από τον ρόλο του ένορκου νούμερο 3, ο οποίος το θίγει με έναν απρόσμενο τρόπο βαθιά προσωπικό που μας αφορά όλους. Πατεράδες, γιους, κόρες και μαμάδες. Από τις ηχογραφήσεις ακόμα του album σκεφτόμουν να το οπτικοποιήσω και μοιράστηκα την ιδέα μου αυτή με τον ένορκο νούμερο 3, τον Θανάση Κουρλαμπά που ήξερα πως του άρεσε το συγκεκριμένο τραγούδι και με τίμησε με την συμμετοχή του, τις ιδέες του και την υπομονή του, αλλά και την συμμετοχή του γιού του Φοίβου. Η Αλεξάνδρα Μασμανίδη ,συνεργάτης της παράστασης και καλή φίλη, δέχτηκε να αναλάβει τη σκηνοθεσία και την επιμέλεια των γυρισμάτων. Ο “γηραιότερος” ένορκος νούμερο 10, o εξαιρετικός κύριος Τρύφων Καρατζάς, μου έκανε κι αυτός με την σειρά του την τιμή να συμμετέχει στο όλο εγχείρημα. Ο αγαπητός φίλος Λευτέρης Κουντουλάκος και η υπόλοιπη ομάδα των ανθρώπων που διαχειρίζονται και εργάζονται στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας πολύ ευγενικά μας παραχώρησαν, μας διευκόλυναν και συνέβαλαν στα γυρίσματα που έγιναν σε αυτόν τον ιστορικό χώρο – στολίδι της Αττικής. Είμαι πολύ χαρούμενος με το αποτέλεσμα και νιώθω φοβερά τυχερός με τέτοιους αφοπλιστικά γενναιόδωρους φίλους και συνεργάτες.
Θα δείτε – πιθανότατα εντός του έτους – κι άλλη μια εικονοποίηση από τον ίδιο δίσκο σ’ ένα ακόμη τραγούδι που γράφτηκε με αφορμή το κείμενο της παράστασης. Είναι το τραγούδι “Πόσο Τυφλοί” που συχνά το χαρακτηρίζω ως “μοντέρνο χορικό” μιας και δίνει “φωνή” και λόγο στους θεατές και στην κοινωνία κατ’ επέκταση να απευθυνθούν σ’ ένα κεντρικό πρόσωπο της παράστασης. Αυτό το κεντρικό πρόσωπο είναι το παιδί-κατηγορούμενος το οποίο είναι αντιμέτωπο με την θανατική ποινή, τη στιγμή που οι 12 Ένορκοι συνεδριάζουν και οι θεατές- βουβοί ένορκοι παρακολουθούν τη δράση.
 
Μια ιδέα που μου προέκυψε πριν ακόμα ξεκινήσουν οι πρόβες και ολοκληρώθηκε λίγο μετά. Θ’ ακούσετε ακόμα μία διασκευή που προέκυψε μετά το «Απόψε Φίλα με» του Μανώλη Χιώτη σ’ ένα τραγούδι που αγαπώ πολύ. Είναι το “Χθες το Βράδυ Ονειρεύτηκα” του Κώστα Γιαννίδη σε στίχους Δημήτρη Γιαννουκάκη και πρωτοτραγούδησε η Στέλλα Γκρέκα και κατόπι ηχογράφησαν πολλοί άλλοι καταξιωμένοι τραγουδιστές. Ένα αληθινό διαμάντι – πρότυπο στο είδος του και σαφώς μεγάλο “σχολείο” για μένα, αλλά και πρόκληση να το “πειράξω” ενορχηστρωτικά και ερμηνευτικά. Ελπίζω να σας αρέσουν και να τα χαρείτε όσο κι εγώ.

 
– Πόσο έχεις συνδεθεί με τους 12 Ενόρκους και πώς νιώθεις που ακόμα τραβάει το πράγμα;
 
Νιώθω ικανοποίηση αρχικά που “τραβάει το δρόμο του” και μας τραβάει κι εμάς και δεν το τραβάμε εμείς “απ’ τα μαλλιά”. Ξέρεις, επιτυχία με το ζόρι, πολύ σπρώξιμο και βιτρίνα χωρίς περιεχόμενο που δυστυχώς το έχουμε συναντήσει αρκετά συχνά αυτό το φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο. Επίσης, νιώθω περήφανος για την Κωνσταντίνα Νικολαΐδη, σκηνοθέτη και παραγωγό, που δεν την “ψώνισε”, έστω και για λίγο, όπως πολλοί θα μπορούσαν αν βρίσκονταν στη θέση της – και κυρίως στην ηλικία της  – και είχαν να διαχειριστούν μια τέτοια επιτυχία. Ήμουν απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό εξαρχής γιατί έτσι κι αλλιώς προκειται για έναν άνθρωπο με αληθινές αξίες ειδικού βάρους καθόλου γενικές ή αόριστες. Η πορεία και η στάση της έως σήμερα, που βαδίζουμε αισίως την 4η χρονιά, το επιβεβαιώνει. Νιώθω δικαίωση για την επιρροή που ασκεί η παράσταση στο κοινό και για την αναγνώριση του ρόλου της μουσικής και της συνεισφοράς της στην παράσταση όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μιλώ για κενές περιεχομένου φιλοφρονήσεις ή ενθαρρυντικά σχόλια φίλων και γνωστών, αλλά για αληθινές ανθρώπινες αυθόρμητες αντιδράσεις από άγνωστους ανθρώπους όλων των ηλικιών που εγώ τουλάχιστον τις έχω εισπράξει και σε ανύποπτο χρόνο πολλές φορές.
 
Όσο αφορά στη μουσική, για μένα έχει κλείσει αυτό το κομμάτι με την έννοια ότι ολοκλήρωσα την εργασία μου και αυτή έχει τώρα καταγραφεί, έχει παρουσιαστεί ζωντανά, έχει εκδοθεί επίσημα και έχει πάρει το δρόμο της εντός και εκτός θεάτρου. Πέρα από την εικονοποίηση κάποιων ορχηστρικών και τραγουδιών που σιγά σιγά ολοκληρώνεται κι αυτή ο κύκλος αυτός δημιουργικά έχει κλείσει. Παρόλα αυτά, βλέπω συχνά την παράσταση χωρίς να την βαριέμαι, γιατί είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και παράγει διαρκώς υλικό για σκέψη και συναισθήματα. Φέτος έχουμε και αρκετούς νέους ηθοποιούς που δίνουν διαφορετική διάσταση και “χρώμα” ο καθένας στο ρόλο του και αυτό είναι κάτι μαγικό στην “ζωντανή” τέχνη της σκηνής.

Νιώθω πως κερδίσαμε όλοι μέσα από τους 12 και πως αυτό το κέρδος δεκαπλασιάζεται ή μάλλον… δωδεκαπλασιάζεται, επειδή ακριβώς αναφέρομαι σε πρώτο πληθυντικό. Που σημαίνει: Το κέρδος του ενός είναι κέρδος για όλους. Και δε μιλάμε για κέρδος που αποτιμάται σε χρήμα (είναι αστείο, άλλωστε, να μιλάμε για χρήμα και ταυτόχρονα για θέατρο ή δισκογραφία). Νιώθω πως αυτά που έμαθα και έζησα ως συντελεστής των ενόρκων θα αποδειχτούν πολύ γόνιμα και θα καρπίζουν μέσα μου τα επόμενα χρόνια.
 
 
Θα ζούσες στην Τήνο για πάντα; Πώς θα την “πάλευες” καλλιτεχνικά;
 
Δεν υπάρχει “για πάντα”, ούτε καν το “μόνιμα” δεν υφίσταται. Η Τήνος είναι το χωριό μου, ο τόπος καταγωγής μου, ένα ισχυρό σημείο αναφοράς της όποιας αισθητικής μου και αντίληψης για τη ζωή. Πολλές φορές αναρωτιέμαι όταν σκέφτομαι τις χρονιές που υπήρξα απλά περαστικός και για λίγο “πως την πάλευα” εκτός Τήνου. Σίγουρα αποτελεί σκοπό και επιθυμία μου να περνώ όλο και περισσότερο χρόνο εκεί. Μ’ αρέσει να δουλεύω εκεί, να επεξεργάζομαι τις ιδέες μου, να παίζω μουσική και να τραγουδάω στους υπέροχους χώρους που διαθέτει. Θα μου άρεσε να παρουσιάσω ολοκληρωμένα την δουλειά μου με αφετηρία μια συναυλία σ’ ένα από τα πανέμορφα χωριά της. Πρόκειται για έναν τόπο αρκετά  παρεξηγημένο μιας και έχει συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά, στην συνείδηση των περισσότερων, με τον θρησκευτικό τουρισμό. Ευτυχώς, αυτή η παρεξήγηση λύνεται σιγά σιγά χωρίς ο θρησκευτικός τουρισμός να χάνει την αίγλη του. Άλλωστε, όλα μπορούν και συμβιώνουν αρμονικά στην Τήνο κι αυτό αποτυπώνεται με όλες του τις αντιθεσεις στην κάθε πέτρα της.
Αρκεί μια βόλτα στα χωριά της και στο φυσικό της τοπίο για να καταλάβει κανείς πως η φυσιογνωμία του τόπου έχει ποτίσει τους ανθρώπους, τον πολιτισμό και τις τέχνες που υπάρχουν χιλιάδες χρόνια στο νησί – πολύ πριν από τον χριστιανισμό και σαφώς πολύ πριν συνδεθεί το όνομα του νησιού με το προσκύνημα στην εικόνα της Παναγίας. Είμαι πολύ τυχερός που έχω ουσιαστική επαφή από παιδί με έναν τέτοιο τόπο και δυο φορές πιο τυχερός και “πλούσιος” που όσο περνάει ο καιρός αισθάνομαι πως τον κατανοώ βαθύτερα. Αν υπήρχαν οι υποδομές και η οικονομική δυνατότητα να έχω ένα στούντιο εκεί θα το σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να γίνει η έδρα μου. Δεν θα ήθελα όμως να αποχωριστώ εντελώς σε καμιά περίπτωση την γειτονιά που μεγάλωσα στην Αγία Παρασκευή. Αν παραμείνω έτσι τυχερός ίσως καταφέρω στη ζωή μου να αξιοποιήσω την ευκαιρία για έναν τέτοιο ιδανικό συνδυασμό. Σημασία έχει να βρίσκεσαι στο μέρος ή στα μέρη που νιώθεις πιο κοντά στον εαυτό σου. Είναι και τα μόνα “λειτουργικά” μέρη, πιστεύω, σε τελική ανάλυση. Αναρωτιέμαι συχνά πώς θα ήταν αν μπορούσα με μια παρέα μουσικών να είμαι στο νησί για ένα χρονικό διάστημα και να ηχογραφήσω ένα άλμπουμ με καινούργια τραγούδια. Ίδωμεν!
 
– Αν ο Περού ήταν τραγούδι, ποιο θα ήταν;
 
Το Manha de Carnaval από την ταινία Orfeu Negro. Χωρίς τα λόγια. Η μελωδία του μόνο που τη μουρμουρίζει μια βραζιλιάνα την ώρα που μαγειρεύει στην κουζίνα της, διδάσκοντας χωρίς να το ξέρει όλη την απλότητα και την σοφία του κόσμου. Αυτή η μελωδία, που με την μορφή μουρμουρητού πλανιέται στο χώρο ανάμεσα στις μυρωδιές και γίνεται ένα μαζί τους, αυτή θα ήθελα να ήμουν. Βέβαια στη θέση της προηγούμενης “σκηνής” θα μπορούσε να είναι μια αντίστοιχη Ναξιώτισσα, Λεριά ή Αμοργιανή που πάλι μουρμουρίζει μαγειρεύοντας μιαν άλλη μελωδία: το Τζιβαέρι, την Μπρατσέρα, την πατινάδα τη Ναξιώτικη ή την Αμοργιανή. Ένα τραγούδι για τον έρωτα και την απώλεια που σιγά σιγά γίνεται τραγούδι της ξενιτειάς, αλλάζουν οι ρόλοι του και καταλήγει μια κραυγή υπαρξιακή, ανθρώπινη, άφυλη και άχρονη. Και τραγουδιέται χωρίς συναισθηματισμούς και εξάρσεις. Έτσι απλά περπατώντας, δουλεύοντας ή μαγειρεύοντας. 
 
– Γιατί τραγουδάμε, γιατί χορεύουμε, γιατί γράφουμε μουσικές και στίχους; Τι είναι αυτό το πράγμα μέσα μας που μας οδηγεί στο να το κάνουμε;
 
Έλα ντε..Τα κίνητρα είναι σίγουρα υπαρξιακά και πάνω κάτω δεδομένα για όλους. Οι αφορμές συνήθως γελοίες και πεζές και τελικά ασήμαντες. Αυτό που κάνουμε δεν είναι και τόσο σημαντικό σε τελική ανάλυση, αλλά συμβαίνει να μας είναι απολύτως απαραίτητο κι αυτό το κάνει μερικές φορές να μοιάζει πολύ σημαντικό. Δεν υπάρχει κάτι μέσα μας που να μας οδηγεί. Το απάνθρωπο περιβάλλον που ζούμε μας “σπρώχνει” όλο και πιο επιτακτικά να αντιδράσουμε  και να περάσουμε σε μια απόλυτη φυσική για τον άνθρωπο δράση και κατάσταση. Να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε να καταγράψουμε αυθόρμητα σκέψεις και συναισθήματα, να σώσουμε όση περισσότερη μπορούμε ομορφιά. Με απώτερο ίσως στόχο να «ομορφύνουμε» και να σωθούμε κι εμείς μαζί της. Απέναντι στη φρίκη και την βαρβαρότητα θα πάμε με όπλα το τραγούδι, το χορό και την καρδιά μας. Δεν έχουμε τίποτε άλλο.
 
– Πώς θα είσαι, λες, σε 30 χρόνια, από σήμερα; Θα θυμάσαι αυτή τη συνέντευξη, αυτή τη χρονιά; Θα παίζεις ακόμα μουσική; Μην πεις δεν ξέρω, απαγορεύεται.
 
“Απαγορεύεται να πεις δεν ξέρω” : ωραία ιδέα για στίχο αυτό…Η απάντηση όμως μπορεί να αφορά μόνο το πώς θα ήθελα να είμαι και όχι το πως εκτιμώ ότι θα ‘μαι στ’ αλήθεια. Θα έχω γεράσει σίγουρα, είναι πολλά τα 30 χρόνια άλλωστε, ελπίζω να ζω καταρχάς και να μπορώ να επισκέπτομαι τη θάλασσα, να αισθάνομαι πως αφήνω κάτι πίσω μου ζωντανό και να οδεύω άφοβα προς την εκμηδένιση μου.

Ή να βαδίσω γενναία τουλάχιστον.Σίγουρα κάτι θα σκαλίζω μουσικοστιχουργικό. Ίσως να είμαι πιο ενεργός και δημιουργικός απ’ όσο είμαι σήμερα. Θα ‘θελα να έχω παιδιά να ζω κοντά τους και με τη σύντροφό μου να είμαστε αγαπημένοι κι ακόμα ερωτευμένοι. Δεν θα ‘ θελα να καταλήξω γκρινιάρης, ανήμπορος και μόνος. Να σημειώσω όμως κάτι εδώ: Ανήμπορος δεν είναι μόνο αυτός που δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του – είναι κι αυτός που δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν άλλο, αλλά και αυτός που δεν έχει κανέναν να τον βοηθήσει. Ανήμπορος όμως κι αυτός που αρνείται τη βοήθεια. Ανήμπορος να την δεχτεί.

Είναι πολύ σημαντικός παράγοντας η τύχη όσο κι η πρόνοια. Θα θυμάμαι τα πάντα, ίσως θα νοσταλγώ μ’ έναν αστείο τρόπο το παρελθόν.Θέλω να θυμάμαι. Μου απαγορεύω να μην θέλω να θυμάμαι. Μου απαγορεύει και η συνείδησή μου να πω πως ξέρω (πώς θα μπορούσα άλλωστε να ξέρω), μου απαγορεύεις κι εσύ τώρα να πω πως δεν ξέρω και να καθαρίσω με το φλέγον αυτό ζήτημα του μέλλοντος. Θα απαντήσω τελικά πως μου είναι αδύνατο να υποθέσω, αλλά και να φανταστώ το μέλλον κι αυτά που νοιώθω πως “ξέρω” για τα μελλούμενα δεν θα τολμήσω να τα πω, γιατί φοβάμαι πως θα βγουν αληθινά άμα τα ξεστομίσω. Στρίβειν δια του αρραβώνος που λένε…
 
Συνέντευξη στη Γεωργία Δρακάκη
 
Επικοινωνήστε με τον Γιώργο Περού:
 
 
Ακούστε και κατεβάστε την δισκογραφία του:
https://giorgosperou.bandcamp.com
 
Album “Δύο Κόσμοι”:
https://open.spotify.com/album/1LbkYPCrwbu9JkrMKuoOWk
 
Album  «Οι 12 Ένορκοι»:
https://open.spotify.com/album/4V1j669woDXRRgiUXGJNbg
 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Σχετικά Άρθρα

Τελευταία Άρθρα